Καλλιβιος

Καλλιβιος
    Καλλίβιος
    ὅ Каллибий
    1) вождь одной из политических партий в Тегее Xen.
    2) посол Лисандра к «тридцати тираннам» Xen.

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "Καλλιβιος" в других словарях:

  • Καλλίβιος — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Καλλιβίου — Καλλίβιος masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Καλλιβίῳ — Καλλίβιος masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Καλλίβιον — Καλλίβιος masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βίος — ο και βιος, το (AM βίος, ο) 1. η ανθρώπινη ζωή 2. ο τρόπος που ζει κανείς («αμέριμνος βίος», «ταλαίπωρος βίος») 3. ο χρόνος, η διάρκεια της ζωής 4. η εξιστόρηση της ζωής κάποιου, η βιογραφία 5. τα αγαθά, τα υπάρχοντα 6. ο πλούτος νεοελλ. 1. η… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»